επανασύνδεση

επανασύνδεση
Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη χωρίς την παρουσία ενός τρίτου σώματος που θα συμμετείχε στην κρούση. Αυτό συμβαίνει επειδή τα δέσμια σωμάτια μπορούν να αποκτήσουν μόνο διακριτές τιμές ενεργειών και ορμών, ενώ αντίθετα, τα ελεύθερα σωμάτια μπορούν να έχουν οποιεσδήποτε τιμές ενέργειας και ορμής. Επομένως, ένα δέσμιο σωμάτιο με επαρκή ενέργεια είναι εύκολο να βρει μία κατάλληλη αδέσμευτη κατάσταση από τις άπειρες διαθέσιμες, σε αντίθεση με ένα ελεύθερο σωμάτιο που πρέπει να χάσει ενέργεια για να μεταπηδήσει σε μία από τις λίγες διαθέσιμες δέσμιες καταστάσεις. Τα τοιχώματα που περιορίζουν τα σωμάτια μπορούν να αναλάβουν τον ρόλο των τρίτων σωμάτων που είναι απαραίτητα για να γίνει η ε. πολύ πιθανή. Ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να προσκολληθεί σε ένα τοίχωμα και μετά να ενωθεί με ένα ιόν και να σχηματιστεί ένα ουδέτερο άτομο. Ένας άλλος μηχανισμός ε. σχετίζεται με τις ήπια χαμηλές θερμοκρασίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, μερικά ηλεκτρόνια κινούνται αρκετά αργά, ώστε να ενωθούν με ουδέτερα άτομα ή μόρια και να σχηματίσουν βαριά αρνητικά ιόντα. Τα ιόντα αυτά μπορούν μετά να συγκρουστούν με θετικά ιόντα και να μεταβιβάσουν σε αυτά τα πρόσθετα ηλεκτρόνια και έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία της ε. Στη φυσική ημιαγωγών, ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή του φαινομένου κατά το οποίο ένα ηλεκτρόνιο αγωγιμότητας συναντά τυχαία μια οπή και την εξουδετερώνει, καταλαμβάνοντας την κενή θέση.
* * *
η [επανασυνδέω]
νέα σύνδεση, ανασύνδεση, ξαναδέσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επανασύνδεση — η σύνδεση ξανά, η ανασύνδεση, το ξαναδέσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… …   Dictionary of Greek

  • Γόντικας, Δημήτριος — (Μαγούλιανα Γορτυνίας, Αρκαδία 1888 – 1967). Πολιτικός και δικηγόρος. Άσκησε τη δικηγορία από το 1915. Εξελέγη επανειλημμένα βουλευτής Ηλείας με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961 προσχώρησε στην EPE με την οποία απέκτησε βουλευτική ιδιότητα στις …   Dictionary of Greek

  • εκκένωσης αερίου, λυχνία — Ηλεκτρονική λυχνία στην οποία η παρουσία μορίων αερίου επηρεάζει σημαντικά τα χαρακτηριστικά της λυχνίας. Κανονικά ένα αέριο δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού· αν εφαρμοστεί όμως σε αυτό ένα αρκετά ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο, δημιουργείται… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”